- μεσοβορράς
- και μεσοβοριάς, οονομασία τού ανέμου που πνέει μεταξύ βόρειων και βορειοανατολικών διευθύνσεων, κν. γραιγοτραμουντάνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. μεσοβορέας, μαρτυρείται από το 1728 στον Μελέτιο Μητροπολίτη Αθηνών].
Dictionary of Greek. 2013.